- λευκοκύτταρα
- Τύπος κυττάρων του αίματος των ζώων και των ανθρώπων. Ονομάζονται και λευκά αιμοσφαίρια. Τα λ., μαζί με τα ερυθροκύτταρα και τα αιμοπετάλια, αποτελούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος. Σχηματίζονται στον μυελό των οστών από πολυδύναμα αιμοποιητικά κύτταρα και έχουν μεγάλη σημασία για την άμυνα του οργανισμού εναντίον των λοιμώξεων. Εκτός από το αίμα, τα λ. βρίσκονται και στην περιφέρεια, στα πρωτογενή και δευτερογενή λεμφικά όργανα, στα οποία περιλαμβάνονται, εκτός από τον μυελό των οστών, ο θύμος αδένας, οι λεμφαδένες, οι αμυγδαλές, η σπλήνα και ο λεμφικός ιστός του γαστρεντερικού σωλήνα. Τα λ., ανάλογα με τη μορφολογία και τη λειτουργία τους, διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα λεμφοκύτταρα και στα φαγοκύτταρα. Τα λεμφοκύτταρα, τα οποία συμμετέχουν στους μηχανισμούς ειδικής άμυνας έναντι των παθογόνων παραγόντων, διακρίνονται σε Τ και Β. Τα τελευταία είναι υπεύθυνα για την παραγωγή των αντισωμάτων. Τα φαγοκύτταρα, τα οποία συμμετέχουν στους μηχανισμούς μη ειδικής άμυνας, διακρίνονται επίσης σε δύο κατηγορίες: στα μονοπύρηνα μακροφάγα και στα πολυμορφοπύρηνα κοκκιοκύτταρα, που παρουσιάζουν λόβωση του πυρήνα και κοκκίωση του κυτταροπλάσματός τους. Με βάση τον τρόπο που αντιδρούν τα κυτταροπλασματικά τους κοκκία στους διάφορους τύπους χρωστικών ουσιών μπορούν να διακριθούν σε ουδετερόφιλα, ηωσινόφιλα και βασεόφιλα. Όσο πιο εμφανείς πυρήνες παρουσιάζουν τα πολυμορφοπύρηνα τόσο ωριμότερα είναι, γεγονός το οποίο επιστημονικά χαρακτηρίζεται ως στροφή του λευκοκυτταρικού τύπου προς τα δεξιά. Τα φαγοκύτταρα έχουν μεγάλη κινητικότητα και κατά τη μετακίνησή τους αλλάζουν σχήμα και περιβάλλουν μικρόβια ή ξένα σώματα, τα οποία στη συνέχεια εγκολπώνουν και εισάγουν στο εσωτερικό τους προκειμένου να τα εξουδετερώσουν. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται φαγοκυττάρωση. Τα μονοκύτταρα, εκτός από τη φαγοκυττάρωση και την καταστροφή κυττάρων ή ξένων σωμάτων, παρεμβαίνουν επίσης στη ρύθμιση ορισμένων αντιδράσεων του μεταβολισμού, καθώς και στη ρύθμιση της παραγωγής αντισωμάτων από τα Β λεμφοκύτταρα. αρίθμηση λ. Ο αριθμός των λ. στο αίμα ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται ως ένδειξη υγείας ή πιθανής νόσου.
Dictionary of Greek. 2013.